συρίγγιο

συρίγγιο
το
πόρος στο σώμα που βγάζει έμπυο: Έβγαλε συρίγγιο στον πισινό του κι έκανε εγχείρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συρίγγιο — (Ιατρ.). Πόρος που παρέχει δίοδο σε παθολογικό υγρό από κάποια κοιλότητα οργάνου του σώματος στην επιφάνεια του σώματος ή του βλεννογόνου. Συνήθως μοιάζει με στενή δίοδο που καλύπτεται από επιθήλια ή κοκκιώματα με συνεχή έκκριση (πύου, χολής,… …   Dictionary of Greek

  • κοκκυγικό συρίγγιο — Βοθρίο στο δέρμα, που συνήθως περιέχει τρίχες στο επάνω τμήμα της σχισμής ανάμεσα στους γλουτούς και προκαλείται από θυλάκια τριχίων που φυτρώνουν προς τα μέσα. Ένα κ.σ. μπορεί να μολυνθεί, προκαλώντας πόνο και έκκριση πύου. Η θεραπεία γίνεται με …   Dictionary of Greek

  • κοπροχόος — ο 1. αυτός που εκχέει, που εκβάλλει κόπρανα 2. φρ. «κοπροχόο συρίγγιο» ιατρ. συρίγγιο που επικοινωνεί με το έντερο, επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + χόος (< χόος < χέω), πρβλ. οινο χόος, υδρο χόος] …   Dictionary of Greek

  • κυστεοκολπικός — ή, ό ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουροδόχο κύστη και στον κόλπο («κυστεοκολπικό συρίγγιο» συρίγγιο με το οποίο επικοινωνεί η ουροδόχος κύστη με τον κόλπο). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυστε(ο)* + κολπικός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου,… …   Dictionary of Greek

  • σιαλικός — (I) ή, ό / σιαλικός, ή, όν, ΝΜΑ [σίαλον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίαλο, στο σάλιο νεοελλ. φρ. α) «άνω σιαλικός πυρήνας» ανατ. πυρήνας τού εγκεφαλικού στελέχους από τον οποίο εκπορεύονται οι προγαγγλιακές παρασυμπαθητικές ίνες που… …   Dictionary of Greek

  • φίστουλας — ο, Ν συρίγγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fistula «σωλήνας, συρίγγιο»] …   Dictionary of Greek

  • αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α …   Dictionary of Greek

  • απόξεση — Χειρουργική επέμβαση. Αποβλέπει στην αποκόλληση κομματιών του ενδομητρίου, που αποτελεί την εσωτερική επιφάνεια της μητρικής κοιλότητας και στην αφαίρεσή τους για να εξεταστούν με μικροσκόπιο (βιοψία). Η επέμβαση πραγματοποιείται ύστερα από… …   Dictionary of Greek

  • αρτηριοφλεβικός — ή, ό φρ. «αρτηριοφλεβικό συρίγγιο» παθολογική άμεση επικοινωνία μεταξύ αρτηρίας και φλέβας …   Dictionary of Greek

  • εδροσυρίγγιο — το απλό ή πολλαπλό συρίγγιο που σχηματίζεται στην περιοχή τής έδρας από σπάσιμο ή διάνοιξη περιεδρικού αποστήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”